- ιστουργός
- ἱστουργός, ὁ (Α)αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο υφαντουργός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αμπελ-ουργός, ξυλ-ουργός).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱστουργός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστουργοί — ἱστουργός masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστουργούς — ἱστουργός masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστουργῷ — ἱστουργός masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστουργόν — ἱστουργός masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ενιστουργούμαι — ἐνιστουργοῡμαι, έομαι (Μ) υφαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ιστουργός «υφαντουργός»] … Dictionary of Greek
θεοϊστούργητος — θεοϊοτούργητος, ον (Μ) ο υφασμένος θεϊκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ιοτουργώ (< ιστουργός < ιστός + ουργός < έργον)] … Dictionary of Greek
ιστοπόνος — ἱστοπόνος, ον (Α) αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο ιστουργός, ο υφαντής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + πόνος (< πόνος), πρβλ. αρουρο πόνος, δαιφο πόνος] … Dictionary of Greek
ιστουργία — ἱστουργία, ἡ (Α) [ιστουργός] η τέχνη τού ιστουργού, η υφαντική … Dictionary of Greek